εμπαίζομαι

εμπαίζομαι
εμπαίζομαι, εμπαίχθηκα και εμπαίχτηκα, εμπαιγμένος βλ. πίν. 24

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐμπαίζομαι — ἐμπαίζω mock at pres ind mp 1st sg ἐμπαΐζομαι , ἐμπαίζω mock at pres ind mp 1st sg ἐμπαίζω mock at pres ind mp 1st sg ἐμπαΐζομαι , ἐμπαίζω mock at pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντρυφώ — (Μ ἐντρυφῶ, άω) βρίσκω ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη σε κάποια απασχόληση αρχ. μσν. διασκεδάζω σε βάρος κάποιου αρχ. 1. απόλ. είμαι ή φαίνομαι τρυφηλός 2. φέρομαι περιφρονητικά ή αλαζονικά σε κάποιον, τόν εμπαίζω 3. παθ. ἐντρυφῶμαι γίνομαι στόχος… …   Dictionary of Greek

  • φλυαρώ — φλυαρῶ, έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α λέω πολλά και περιττά, λέω φλυαρίες, είμαι φλύαρος, είμαι πολυλογάς νεοελλ. 1. συζητώ ασήμαντα πράγματα αρχ. 1. (μτβ.) ξεστομίζω πολλές ανοησίες εις βάρος ενός ατόμου 2. (κατ επέκτ.) ενεργώ με ανόητο τρόπο 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”